- καλαμωτός
- -ή, -ό (Μ καλαμωτός, -ή, -όν) [καλαμώ]νεοελλ.1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα»)2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτήα) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτιβ) καλαμένιος φράκτης κήπων που χρησιμοποιείται για προφύλαξη ευπαθών φυτών από τον άνεμο ή τον ήλιογ) καλαμένιο πλέγμα που χρησιμοποιείται ως φράγμα στα ιχθυοτροφείαδ) καλαμένιο πλέγμα μέσα σε πλαίσιο πάνω στο οποίο απλώνονται οπωρικά για ξήρανση, κν. τζιβιέραε) πλαίσιο από καλάμια ή από λεπτούς πήχεις που συνδέονται με σύρμα, το οποίο χρησιμοποιείται για προφύλαξη τών θερμοκηπίων από τις ηλιακές ακτίνες, είδος γρίλιας3. το ουδ. ως ουσ. το καλαμωτόφράγμα από καλάμιαμσν.(για το λινάρι) αυτός που απέκτησε καλάμι, ωριμασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.